- βαρυεργής
- βᾰρῠ-εργής, ές,A strongly influenced,
ἐς τὰ τοιαῦτα App.BC1.83
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐς τὰ τοιαῦτα App.BC1.83
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
βαρυεργῶν — βαρυεργέω plough deep pres part act masc nom sg (attic epic doric) βαρυεργής strongly influenced masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)